Κυριακή 1 Απριλίου 2012

ΕΛΠ 22 - Η ελληνική φιλοσοφία στους Άραβες και στο Βυζάντιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

7.2 Η Βυζαντινή Φιλοσοφία (343)

Εισαγωγή

Το τέλος του αρχαίου κόσμου ήρθε αρκετά αργότερα από την εμφάνιση και διάδοση του χριστιανισμού, όμως η νέα θρησκεία προετοίμασε το έδαφος για μια νέα εποχή. Για ένα διάστημα που κράτησε μερικούς αιώνες οι χριστιανικές κοινότητες (344) αναπτύχθηκαν, προσαρμόστηκαν και έδωσαν νέο νόημα σε πολλές δομές της ύστερης Αρχαιότητας.
Όσον αφορά το στοχασμό και τη θρησκεία, οι χριστιανοί λόγιοι όφειλαν να συνεργάζονται με τους εθνικούς λόγιους. Οι Βυζαντινοί λόγιοι ήταν πλέον χριστιανοί και παρουσιάζονταν ως κληρονόμοι τόσο των Πατέρων της Εκκλησίας, όσο και της αρχαίας σκέψης. Για αυτό άλλωστε η Βυζ. Αυτοκρατορία δεν ήταν μόνο χριστιανική, αλλά και ρωμαϊκή.
Η βυζ. φιλοσοφία με κύριο γνώρισμα το χριστιανικό χαρακτήρα συνεχίζει την αρχαία φιλοσοφία και διασώζει ειδήσεις και κείμενά της, όπως και ερμηνείες κειμένων. Μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τη φιλοσοφική σκέψη των βυζαντινών για διάφορα θέματα όπως και τη συμβολή τους σε αυτήν. Πολλά ζητήματα που ενδιέφεραν τους Βυζαντινούς, κυρίως θεολογικά, δεν είναι σημερινά φιλοσοφικά προβλήματα. Για αυτό δυσκολευόμαστε να προσεγγίσουμε τη βυζ. φιλοσοφία. Άλλωστε μέχρι τώρα, οι ιστορίες της φιλοσοφίας απαξίωναν το Βυζάντιο. Αυτό σταδιακά αλλάζει. Οι έρευνες προχωρούν κανονικά, εκδίδονται άγνωστα μέχρι τώρα κείμενα, ερευνώνται οι πηγές και αναζητούνται οι συνέχειες ή οι ρήξεις με την αρχαία φιλοσοφία. Η διαχρονική και συγχρονική προοπτική της έρευνας και τα ευρήματα αυτής, αποδεικνύουν τη σημασία της βυζ. φιλοσοφίας και την ανάγκη να μελετηθεί.

7.2.1. Οι Πηγές της Βυζ. Φιλοσοφίας

Είναι δύο :
α) η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και
β) η Πατερική σκέψη.
(345) Ταυτόχρονα όμως, υπάρχουν και άλλες μορφές λόγου, όπως ο θεωρητικός, ο πρακτικός και ο λογοτεχνικός, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο συνολικό πλαίσιο.

Η Πατερική σκέψη των πρώτων αιώνων

Πατερική σκέψη : η άποψη των Πατέρων της Εκκλησίας που αναγνωρίστηκαν ως πνευματικοί δάσκαλοι και αναδείχθηκαν ως συγγραφείς, αφού διατύπωσαν, οριοθέτησαν και υπερασπίστηκαν το χριστιανισμό.
Δεν υπάρχει κάποια ριζική τομή που να διαφοροποιεί απόλυτα την πατερική σκέψη από τη βυζ. φιλοσοφία. Στην ξένη βιβλιογραφία ο 8ος αι. σηματοδοτεί το τέλος της πατερικής περιόδου με τελευταίο εκπρόσωπο τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Πάντως, στη συνείδηση των βυζαντινών η παρουσία των πατέρων είναι αυτονόητη και βρίσκεται σε κάθε στιγμή της πνευματικής ζωής τους. Μετά την άλωση (346) υπάρχουν μυστικοί θεολόγοι που συνεχίζουν αυτήν την παράδοση.
Η πατερική σκέψη και η βυζ. φιλοσοφία είναι απόλυτα ενωμένες έτσι ώστε η κατανόηση της πατερικής σκέψης είναι και η ερμηνευτική προϋπόθεση της βυζ. φιλοσοφίας.
Ας δούμε πρώτα τη στάση των πατέρων απέναντι στη φιλοσοφία της Ύστερης Αρχαιότητας:
Κύρια μέριμνα ήταν η διατύπωση και διασάφηση του χριστιανικού δόγματος μέσα από την ερμηνεία της Γραφής. Για να αποδείξουν τη μοναδικότητα και την αλήθεια της τη διέκριναν από σύγχρονους λόγους που διεκδικούσαν το χαρακτηρισμό του αληθούς. Η σύγκριση και η σύγκρουση με τον ελληνικό, εθνικό πολιτισμό ήταν αναπόφευκτη και προσέφερε το συγκροτημένο πρότυπο ζωής και σκέψης στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας από όπου ξεκίνησε ο χριστιανισμός.
Οι χριστιανοί απέρριπταν τελείως την ελληνική θρησκεία. Με τη φιλοσοφία όμως ήταν αλλιώς τα πράγματα. Καταρχήν συγκρότησαν μια ‘χριστιανική’ φιλοσοφία για τη ‘μεταστροφή’ εθνικών φιλοσόφων στο χριστιανισμό. Η στάση τους εξαρτιόταν από τους εξής παράγοντες :
-το βαθμό γνώσης και εξάρτησης του συγγραφέα από τη φιλοσοφία
-την παιδεία και το γενικό περιβάλλον του συγγραφέα
-το σκοπό και το κοινό του κάθε έργου, ‘απολογητικό’ προς τους εθνικούς, ‘αντιαιρετικό’ προς τους αιρετικούς, ‘κατηχητικό’, η ‘εξηγητικό’ προς τους χριστιανούς.

Διακρίνουμε έτσι τρεις στάσεις:
1.Απόρριψη και συνολική καταδίκη : ήταν πολλοί οι στοχαστές που κρατούσαν αρνητική στάση απέναντι στην αρχαία φιλοσοφία και κάθε τι ελληνικό. Τόνιζαν την ηθική ανωτερότητα του χριστιανισμού και τη ριζική αντίθεσή του. Η ανθρώπινη σοφία απαξιώνεται σε σχέση με τη θεϊκή.
2.Μετριοπαθές άνοιγμα : (347) σημαντικοί στοχαστές αναγνώριζαν την προπαιδευτική αξία της φιλοσοφίας.
3.Υπεράσπιση : αρκετοί στοχαστές ενθουσιάστηκαν με την αρχαία φιλοσοφία και επιχείρησαν να δείξουν τα κοινά σημεία ελληνισμού και χριστιανισμού. Ζητούσαν βέβαια μια ταυτότητα για τη νέα θρησκεία, πίστευαν όμως πως αυτή μπορούσε να αφομοιώσει τη φιλοσοφία. Βρήκαν και έφεραν στο φως πολλά κείμενα που ήταν συμβατά με το χριστιανισμό. Διατύπωσαν τη θεωρία του σπερματικού λόγου = παρουσία σπερμάτων της χριστιανικής αλήθειας στη φιλοσοφία.
(348) Η επιβεβαιωμένη στάση των πατέρων περιορίζεται στην πρόθεση και την πολεμική. Στην ουσία, η παρουσία της φιλοσοφίας στη χριστιανική διδασκαλία υπήρχε. Αν και η Στωική επιρροή άρχισε να φθίνει, εντούτοις ο μεσοπλατωνισμός του 2-3ου αι. και ο νεοπλατωνισμός του 4ου, επηρέασαν αρκετά.

Η κριτική των πατέρων είχε τα εξής σημεία :
- Τις απύθμενες αντιθέσεις και τη διχόνοια των φιλοσοφικών σχολών.
- την απόσταση θεωρίας και πράξης. Οι φιλόσοφοι είχαν κερδοσκοπικούς στόχους.
- ο φορμαλιστικός και ελιτίστικος χαρακτήρας της φιλοσοφίας. Η τεχνική ορολογία και οι λεπτές αναλύσεις θεωρήθηκαν πως απομακρύνουν τον πολύ κόσμο από αυτήν.
- το γεγονός πως η φιλοσοφία και ο ελληνισμός μαζί με τον ιουδαϊσμό, θεωρήθηκαν βασική πηγή αιρέσεων.
Στο τέλος, όσο ενισχυόταν ο χριστιανισμός, τόσο οι χριστιανοί γινόταν λιγότερο ανεκτικοί (πιστοί στα χριστιανικά ιδεώδη). Έτσι, κάποια στιγμή η χριστιανική σκέψη έμεινε χωρίς αντίπαλο και σταμάτησε να ασχολείται με την αρχαιοελληνική.

Η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία (350)
Πρόκειται για τη δεύτερη πηγή της βυζ. φιλοσοφίας που θεωρείται – παρά τη διαφορετική αφετηρία και στόχευση – συνέχεια της αρχαίας κατά τον ελληνικό μεσαίωνα.

Α. Η Γνώση της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας
Για τους Βυζαντινούς είναι άμεση και έμμεση.
Άμεση : προκύπτει από την ανάγνωση και τη μελέτη των φιλοσόφων. Υπάρχει η γνωριμία με το νεοπλατωνισμό, τα σχολικά εγχειρίδια, και τα κείμενα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα.
Έμμεση : η ανασυγκρότηση των φιλοσοφικών θέσεων με βάση τις αναφορές προγενέστερων πατέρων.
Και τα δύο βρίσκονται στο ευρύτερο πλαίσιο της βυζ. αρχαιογνωσίας και κλασικισμού, όπως και της εμμονής τους με τα αρχαία ελληνικά πρότυπα.
Οι βυζ. στοχαστές είχαν γνώση της αρχαίας διδασκαλίας από πρώτο χέρι. Λόγω της γλώσσας είχαν πρόσβαση και εύκολη κατανόηση των κειμένων. Καθώς τα χρησιμοποιούσαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς, υπήρχε επαφή και οικειότητα. Εδώ όμως ελόχευε ο κίνδυνος της ψευδαίσθησης της γνώσης και το αποτέλεσμα μιας διδακτικής φόρμας.
Πόσο διαθέσιμα όμως ήταν τα κείμενα στο Βυζάντιο; Οι λόγιοι είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για την αντιγραφή αρχαίων έργων και η χειρόγραφη παράδοση δίνει μια εικόνα για τη διάδοσή τους, πάνω από χίλια για τον Αριστοτέλη και 260 για τον Πλάτωνα. Άρα, υπήρχαν οι εξωτερικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία ερμηνευτικής και αυθεντικής φιλολογικής παράδοσης.

Β. Η Χρήση της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας (351)
Η ουσιαστική σχέση των Βυζ. με την αρχαία φιλοσοφία φαίνεται από την επίδραση και την εκμετάλλευση των στοιχείων της τελευταίας, πρόσληψη και η χρήση της. Οι αναφορές στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, η παρουσία της σκέψης τους στη μορφή και το περιεχόμενο των βυζ. θεωρητικών κειμένων το δείχνουν καθαρά.
Η μελέτη και η ερμηνεία χρησιμοποιούνταν συχνά για εκπαιδευτικούς σκοπούς σύμφωνα με τα μαθήματα στις ανώτερες σχολές. Η χρήση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη σύνταξη υπομνημάτων και επεξηγηματικών έργων. Στην ερμηνευτική πρακτική διακρίθηκαν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ιωάννης Ιταλός, ο Μιχαήλ Εφέσιος και ο Ευστράτιος Νίκαιας. Η κριτική αυτή άλλοτε απορρίπτει θέσεις που είναι διάφορες με το χριστιανισμό και άλλοτε χρησιμοποιεί αυτές που συνάδουν με θεολογικά προβλήματα.
Οι λόγιοι μπορεί να γνώριζαν τη φιλοσοφία και να ήταν εξοικειωμένοι μαζί της, δεν την αποδέχονταν όμως πλήρως. Υιοθέτησαν την ορολογία, τη λογική, στοιχεία φυσικής, αρνήθηκαν όμως και πολλά άλλα. Οι Βυζ. πίστευαν πως οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φτάσει σε ένα βαθμό αλήθειας και ήταν δική τους δουλειά (των βυζ.) να συνδυάσουν τη φιλοσοφία με τη θεογνωσία.

Γ. Πλατωνισμός και Αριστοτελισμός
Οι δυο μεγάλες αυτές σχολές είχαν ιδιαίτερη σημασία στη βυζ. φιλοσοφία. Με το νεοπλατωνισμό πέρασε στο μεσαίωνα. Μέχρι τώρα κάναμε το λάθος να θεωρούμε τη βυζ. φιλοσοφία σα διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών αντιπάλων και να τη χαρακτηρίζουμε πλατωνίζουσα ή αριστοτελική.
(352) Για πολύ καιρό οι βυζ. δεν ενδιαφέρθηκαν για τους ίδιους τους φιλοσόφους και την αυθεντική τους διδασκαλία. Ακολούθησαν τον Πορφύριο και το Συμπλίκιο που υποβάθμιζαν τις διαφορές των δυο φιλοσόφων ως εξωτερικές, ενώ θεωρούσαν την αριστοτελική, ως προ – εκπαίδευση για την πλατωνική. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται η αριστοτελική λογική ως εισαγωγή στη φιλοσοφία, με εσώτερο πυρήνα την πλατωνική. Οι βυζ. αναγνώριζαν τις διαφορές, αλλά μόνον το 15ο αι. επέμειναν στην αντίθεση.
Πλατωνισμός : αποδεκτά του στοιχεία ήταν η μεταφυσική ενόραση, ο προσωπικός θεός ως δημιουργός του κόσμου, η μετοχή των αισθητών στα νοητά, η ομοίωση με το θεό και η αθανασία της ψυχής.
Νεοπλατωνισμός : αποδεκτά του στοιχεία ήταν η απελευθέρωση της ψυχής από την ύλη, η φυγή από τον κόσμο και η ένωση με το θεό.
Τα άνω θέματα επαναλαμβάνονται στους βυζ. φιλοσόφους και μυστικούς που χαρακτηρίστηκαν κάπως πρόωρα ‘πλατωνικοί’. Την ίδια στιγμή, απορρίφθηκαν οι πλατωνικές ιδέες για τη θεότητα και την προΰπαρξη της ψυχής και η θεωρία των αιώνιων και αυθύπαρκτων ιδεών.
Το ενδιαφέρον για το νεοπλατωνισμό δε σταμάτησε μέχρι την ίδρυση της Ακαδημίας της Φλωρεντίας που το αναζωπύρωσε. Όμως, δυο γεγονότα ήταν αυτά που έστρεψαν τα φώτα στον Αριστοτέλη : η δίωξη του πλατωνικού Ιωάννη Ιταλού ως αιρετικού, και η σύζευξη πλατωνισμού και πολυθεϊσμού από τον Πλήθωνα.

(354) Και η σκέψη του Αριστοτέλη ήταν έντονη. Η λογική του, η φυσική και η τάση του για συστηματοποίηση ήταν αποδεκτές ως θεολογικά ουδέτερες. Θεωρούνταν βέβαια προβληματικά κάποια θέματα, όπως οι δέκα αριστοτελικές κατηγορίες, η θεωρία της αιτιότητας και οι συλλογισμοί σχετικά με ζητήματα του θεού. Η αντίληψή του για το θεό ως κινούν ακίνητο και του νου ως θεϊκό στοιχείο ήταν εκμεταλλεύσιμη αλλά όχι απόλυτα αποδεκτή. Απορρίφθηκαν ο θεός που περιορίζεται στον ουρανό, η αιωνιότητα του κόσμου, η απουσία μέλλουσας ζωής και η θεμελίωση της ευδαιμονίας σε εξωτερικά αγαθά. Ασκήθηκε κριτική στις θέσεις του για τη φύση, και την ύλη-μορφή, τον αιθέρα και τη γένεση της λογικής ψυχής.
Ο Αριστοτέλης επικρίθηκε επίσης για σκοτεινότητα και ασάφεια. Αυτά έκαναν αναγκαίο τον υπομνηματισμό (355) των έργων του, κυρίως γιατί χρησιμοποιούνταν στην εκπαίδευση.
Επί της ουσίας, οι βυζ. σχολιαστές συνεχίζουν το έργο των αλεξανδρινών, όπως και αυτό των χριστιανών του 5ου – 6ου αι. Με μια μικρή διακοπή (μέσα 7ου έως αρχή 9ου) τα έργα του Αριστοτέλη σχολιάζονται συστηματικά. Η αυθεντία του είναι αναγνωρισμένη και τον θαυμάζουν ακόμη και αυτοί που δεν τον προτιμούν.

7.2.2. Σύντομο Ιστορικό Διάγραμμα
Στη διάρκεια της Βυζ. φιλοσοφίας δεν υπήρξαν συγκροτημένες σχολές, ρεύματα ή περίοδοι. Μπορεί η εκπαιδευτική πρακτική να εγγυάται μια συνέχεια, όμως, το καθοριστικό στοιχείο για τη βυζ. φιλοσοφία είναι τα προβλήματα και οι διαμάχες που αντιμετωπίζει.
1.Η εικονομαχία. Αν και μόνο το τέλος της εντάσσεται στη βυζ. φιλοσοφία ο απόηχός της διατηρείται μέχρι τον 11ο αι.
2.Η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και η πολεμική κατά Λατίνων. Αφορμή είναι ένα θεολογικό ζήτημα με φιλοσοφικές προεκτάσεις.
3.Ο ησυχασμός του 14ου αι. που επαναφέρει το ερώτημα για τη σχέση θεολογίας και φιλοσοφίας, καθώς και τη θέση του λόγου στο χριστιανισμό.
4.Οι συγκρούσεις πλατωνικών και αριστοτελικών το 15ο αι. σχετικά με την ερμηνεία των δυο φιλοσόφων.

Οι Απαρχές της Βυζαντινής Φιλοσοφίας (356)
Η απαρχή της βυζ. φιλοσοφίας εξαρτάται από το κριτήριο που υιοθετούμε καθώς όλα περνάνε από τα χέρια μας. Αν το δούμε πολιτικά, ξεκινά τον 4ο αι. ή μεταξύ 6ου και 7ου , όταν γίνεται ορατή η ιδιαιτερότητα της ανατολικής αυτοκρατορίας.
Αν το δούμε φιλοσοφικά, έχει να κάνει με το τέλος της εθνικής φιλοσοφίας που ορίζεται το 529 όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε τη σχολή των Αθηνών. Την ίδια εποχή εμφανίζεται στην Κωνσταντινούπολη ο πρώτος φιλόσοφος, ο Στέφανος Αλεξανδρεύς.
Το σημαντικό κριτήριο όμως είναι το εσωτερικό: πότε η χριστιανική σκέψη γνωρίζει μετατόπιση και διεύρυνση των ενδιαφερόντων της στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας.
Δεν πρόκειται για αυτή που συνεχίζει την εθνική φιλοσοφία, ακόμα κι όταν της ασκεί κριτική. Δεν πρόκειται επίσης για αυτή που χρησιμοποιεί την εθνική φιλοσοφία αποκλειστικά για τη θεολογία. Το θέμα είναι αλλού:
Οι βυζ. λόγιοι από τον 9ο αι. στρέφονται στη μελέτη, τη διδασκαλία, την αντιγραφή, την αναπαραγωγή και τον υπομνηματισμό αρχαίων φιλοσοφικών κειμένων. Μπορεί συχνά να μην υιοθετούν αυστηρά θεολογική προοπτική αλλά υιοθετούν ένα ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Έτσι διαμορφώνεται η ελληνική, μεσαιωνική και χριστιανική φιλοσοφία.

Ο Κύκλος του Φώτιου
Πρώτος δάσκαλος της φιλοσοφίας στην Πόλη είναι ο Λέων ο Μαθηματικός ή Φιλόσοφος. Τότε εμφανίζεται και ο ‘πρώτος βυζαντινός ανθρωπισμός’: η συστηματική μελέτη της αρχαίας γραμματείας, το εγκυκλοπαιδικό πνεύμα και η φροντίδα για τη διάσωση και αντιγραφή κειμένων. Σημαντικότερος είναι ο σχολιασμός της αριστοτελικής λογικής από το Φώτιο και τον Αρέθα, η κριτική του Πλάτωνα από το Φώτιο αλλά και το εκδοτικό έργο του Αρέθα που αποτελεί σταθμό στον χώρο των χειρογράφων.

Ο Ψελλός και οι Συνεχιστές του (11-12ος αι.) (357)
Τον 11ο αι. γίνονται απόπειρες για σύνθεση φιλοσοφικών θέσεων για κάποια ζητήματα, ως αποτέλεσμα της επαφής με αρχαία φιλοσοφικά κείμενα, μελέτης και αναβίωσης του νεοπλατωνισμού και της αριστοτελικής φυσικής. Το ‘Πανεπιστήμιο’ που ιδρύεται στην Πόλη έχει και μια σχολή φιλοσοφίας, κατά βάσιν νεοπλατωνική. Ο Μιχαήλ Ψελλός έχει πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα αρχαίων κειμένων και τα χρησιμοποιεί ως βασική πηγή για να σχολιάζει και να συζητάει θέματα θεολογίας, φυσικής, λογικής και δαιμονολογίας. Μαθητές και καθηγητές του συνεχίζουν τη διδασκαλία της φιλοσοφίας και συγγράφουν υπομνήματα και επιτομές. Τον 11ο αι. αρκετοί λόγιοι αντιμαχούν μεταξύ τους, όπως ο Ψελλός με τον Ιωάννη Ξιφιλίνο και τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο. Υπάρχουν επίσης αντιδράσεις εκκλησιαστικών εκπροσώπων που υπερεκτιμούν ή αυτονομούν το φιλοσοφικό λόγο. Την ίδια στιγμή, κάποιοι συνεχίζουν τη μυστική παράδοση και δίνουν έμφαση όχι στη γνώση αλλά στο βίωμα και τη θεωρία, τη θέαση του θεού.
Γρηγόριος Ανεπώνυμος – Μιχαήλ Ψελλός – Ιωάννης Ιταλός – Θεόδωρος Σμυρναίος – Ευστράτιος Νικαίας – Μιχαήλ Εφέσιος – Ισαάκ Σεβαστοκράτωρ – Νικόλαος Μεθώνης – Θεόδωρος Πρόδρομος.

Οι Φιλόσοφοι της Νίκαιας (13ος αι.) (358)
Μετά την άλωση από τους Φράγκους για να μην κοπεί η πορεία της παιδείας το πνευματικό κέντρο μετατοπίζεται στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Εκεί ανθίζουν η φιλοσοφία και οι επιστήμες. Εμφανίζονται σημαντικές μορφές όπως ο Νικηφόρος Βλεμμύδης και ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις (που ήταν και αυτοκράτορας) που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φυσική. Η περίοδος αυτή θεωρείται μεταβατική και θεμελιωτική για τα επιτεύγματα της παλαιολόγειας περιόδου.
Νικηφόρος Βλεμμύδης – Γεώργιος Ακροπολίτης – Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις.

Φιλοσοφική και Επιστημονική Κίνηση (14ος αι.)
Στην παλαιολόγεια περίοδο εμφανίζονται λόγιοι με πολλά ενδιαφέροντα τόσο φιλοσοφικά όσο και επιστημονικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου τους είναι υπομνηματικό, υπάρχει όμως κριτική διάθεση προς αριστοτελικές και νεοπλατωνικές θεωρίες. Παράλληλα, υπήρξαν και διαμάχες μεταξύ λογίων.
Γεώργιος Παχυμέρης – Νικηφόρος Χούμνος – Μάξιμος Πλανούδης – Θεόδωρος Μετοχίτης – Ιωάννης Πεδιάσιμος – Λέων Μαγεντηνός – Σοφονίας – Ιωσήφ Φιλάγριος – Ιωάννης Χορτασμένος.

Η Ησυχαστική Έριδα (14ος αι.) (359)
Η έριδα αυτή ξεσπά μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αγίου Όρους. Οι ησυχαστές, με εκφραστή το Γρηγόριο Παλαμά, υπερασπίζονται την ανθρώπινη δυνατότητα να βλέπει το θείο φως, να έρχεται σε προσωπική, βιωματική επαφή με το θεό και απορρίπτουν την αξίωση του διαλεκτικού λόγου να κατανοεί την ουσία του θεού. Διακρίνουν το θεό μεταξύ υπερβατικής απροσπέλαστης ουσίας και μεθεκτών ενεργειών.
Οι αντίπαλοί τους, φιλοδυτικοί και μη, αμφισβητούν τη φιλοσοφική επάρκεια των ησυχαστών και τους κατηγορούν για πλατωνισμό και ως αιρετικούς.
Η διαμάχη επαναφέρει το ζήτημα των ορίων μυστικής θέασης κι ορθολογισμού, όπως και το πρόβλημα της μεθόδου και της γνωστικής πρόσβασης στο ον.
Βαρλαάμ Καλαβρός – Νικηφόρος Γρηγοράς – Γρηγόριος Παλαμάς – Νικόλαος Καβάσιλας – Δημήτριος Κυδώνης.
 
Πλατωνικοί και Αριστοτελικοί (15ος αι.)

Η τελευταία και πιο εντυπωσιακή βυζαντινή φιλοσοφική απόπειρα ξεκίνησε από το Μυστρά. Ο Πλήθων, ιδιαίτερα μορφωμένος, ερμηνεύει τα απογοητευτικά σημεία των καιρών. (360) Προβάλλει μια νέα εθνική ιδέα, τονίζει το ελληνικό στοιχείο και οραματίζεται μια άριστη πολιτεία του ελληνικού (και όχι χριστιανικού) έθνους που βασίζεται στο νεοπλατωνισμό. Το μεταφυσικό έργο του Νόμοι παραμένει ακόμη αντικείμενο έρευνας.
Αντίπαλον δέος είναι οι Γεώργιος Σχολάριος και Γεννάδιος Β’, φιλοδυτικός αριστοτελιστής.
Μείζον θέμα αναδεικνύεται η σύγκριση Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Τη διαμάχη αυτή μεταφέρουν στη Δύση οι λόγιοι της διασποράς μεταδίδοντας ταυτόχρονα έναν γνήσιο φιλοσοφικό προβληματισμό, συντελώντας ταυτόχρονα στην αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών. Στη Δύση μετριάζεται η κυριαρχία του Αριστοτέλη, ο οποίος όμως επικρατεί στον ελληνικό χώρο.
Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων – Γεώργιος Τραπεζούντιος – Θεόδωρος Γαζής – Ανδρόνικος Κάλλιστος – Βησσαρίων – Γεώργιος Γεννάδιος ο Σχολάριος – Μιχαήλ Αποστόλιος – Θεοφάνης Μηδείας.

Βυζαντινοί Φιλόσοφοι και Δυτική Φιλοσοφία (361)
Οι σχέσεις Βυζαντίου – Δύσης ήταν ανταγωνιστικές. Υπήρξαν βέβαια και εξαιρέσεις, με δημιουργικές επαφές σε διάφορους χώρους. Οι Δυτικοί ένιωθαν έλξη για το Βυζάντιο. Η δυτική οικονομική διείσδυση ξεκίνησε πριν και κορυφώθηκε με τις σταυροφορίες, αλλά εκτός από αυτό, το θρησκευτικό σχίσμα και οι παπικές αξιώσεις συνέβαλλαν στην πόλωση και τον αντιλατινισμό των βυζαντινών. Βέβαια, οι βυζαντινοί δεν προσπάθησαν να καταλάβουν τις αλλαγές της Δύσης, αντίθετα, έβλεπαν παντού βαρβάρους και παπικούς, ακόμη κι όταν είχαν απέναντι αστούς και εμπόρους.
Θεολογικά και φιλοσοφικά, το πρόβλημα της γλώσσας δυσκολεύει την επαφή. Για πολλούς αιώνες η Ανατολή δεν ασχολείται με τις Δυτικές αλλαγές. Μπορεί η πρώιμη περίοδος της δυτικής φιλοσοφίας να μην είχε να παρουσιάσει κάτι πολύ αξιόλογο, αγνοήθηκαν ωστόσο ο Αυγουστίνος, οι Άραβες σχολιαστές του Αριστοτέλη και οι απόπειρες σχολιασμού για τη διαλεκτική εμβάθυνση σε θρησκευτικά δόγματα.
Τα πράγματα αλλάζουν το 13ο αι. Οι επαφές πληθαίνουν και οι Δυτικοί αναζητούν περισσότερο έργα των αρχαίων φιλοσόφων, παρά των πατέρων. Τα ελληνικά αρχαία κείμενα, μαζί με τα σχόλιά τους, μεταφράζονται, συμβάλλοντας στη φιλοσοφική ανάπτυξη. (362) Η δυτική σκέψη επιδρά σε κάποιους, κάποιοι άλλοι όμως αντιστέκονται, έμμεσα κατά την ησυχαστική έριδα, ανοιχτά στη διαμάχη φιλοθωμιστών και αντιθωμιστών (από το Θωμά Ακινάτη). Λόγω πολιτικών προβλημάτων δε μπορεί να γίνει ουσιαστικός διάλογος.
Ο Πλήθων και ο Σχολάριος είναι ανοιχτοί στη λατινική και την αραβική παράδοση. Ο Σχολάριος μεταφράζει και υπομνηματίζει έργα του Ακινάτη, αξιολογεί θετικά το δυτικό επίπεδο σχολιασμού και υιοθετεί το λατινικό τρόπο : θέση του προβλήματος, ανάπτυξη επιχειρημάτων υπέρ και κατά, λύση του προβλήματος.
Ο Πλήθων πρωτοτυπεί προτείνοντας μια διαφορετική ανάγνωση του Πλάτωνα που επηρεάζει τους Ιταλούς ανθρωπιστές.
Στα τελευταία χρόνια, η βυζαντινή φιλοσοφία επεκτείνεται στην Ιταλία. Οι λόγιοι της διασποράς συνέβαλλαν ιδιαίτερα στην Αναγέννηση, τη γνωριμία με την αρχαιότητα και τη νεοπλατωνική παράδοση.
Η Δύση γνώρισε τη βυζαντινή σκέψη όταν είχε χαράξει την πορεία της, ενώ το Βυζάντιο ήταν σχεδόν μόνιμα κλειστό προς τη Δύση.

7.2.3 Το Φιλοσοφείν στο Βυζάντιο
Οι βυζ. φιλόσοφοι δεν κατασκεύασαν αυτόνομο φιλοσοφικό σύστημα με δική του μέθοδο και καθολική ερμηνεία του κόσμου και του ανθρώπου. Η σκέψη τους ήταν προσανατολισμένη στο χριστιανισμό που θεωρούνταν η αυτονόητη απάντηση. Είχαν έτσι ξεκαθαρίσει τις βασικές αρχές και μπορούσαν να ασχοληθούν με την αξιολόγηση της φιλοσοφίας ως ένα πρώτο στάδιο στην πορεία του ανθρώπου από τη γνώση στη θέωση. Η βυζ. φιλοσοφία δέχτηκε αυτά τα όρια, επιχείρησε να τα επεκτείνει λίγο και σπάνια τα ξεπέρασε. Άλλωστε και (363) η στάση των βυζ. ήταν να αντιδρούν και να απαντούν θεωρητικά μόνον όταν προέκυπτε κάποιο ζήτημα και μόνο σχετικά με το ζήτημα.
Άλλο χαρακτηριστικό είναι ο διαρκής διάλογος και η εξάρτηση από την αρχαία φιλοσοφία και την πατερική σκέψη. Επίσης ο σχολιασμός και ο υπομνηματισμός αποτελούσαν σημαντική μορφή της φιλοσοφικής δραστηριότητας του ελληνικού Μεσαίωνα.

Η Έννοια της Φιλοσοφίας
Οι πατέρες κληρονόμησαν στους Βυζ. την ταύτιση φιλοσοφίας και χριστιανικής βιοθεωρίας. Αντιπαρέθεσαν την ιεράν φιλοσοφίαν σε αυτήν των άλλων φιλοσοφίαν.
Τόνιζαν επίσης την αληθινή φιλοσοφία των μοναχών. Υπήρχε η αντίληψη ότι η φιλοσοφία είναι η θύραθεν – εθνική φιλοσοφία, η επιστήμη της γνώσης που διαφέρει από τη θεολογία. Η αντίληψη αυτή έφτασε να ταυτίζει το φιλόσοφο με το σοφό και μορφωμένο άνθρωπο.
(364) Βλέπουμε πως ο φιλόσοφος, παρουσιάζεται ως πολύπλευρη προσωπικότητα, με πάθος για κάθε είδους γνώση. Είναι ή μπορεί να είναι φιλόσοφος, ρήτορας, ιστοριογράφος, ποιητής, κοσμικός, μοναχός κλπ. Πάνω από όλα όμως, είναι αυτός που έχει διαλέξει και ακολουθεί τη ‘θεωρητική ζωή’.
Η εκτίμηση των φιλοσόφων για τη φιλοσοφία της εποχής τους είναι απογοητευτική. Ο Ψελλός αναφέρει πως τον 11ο αι. η φιλοσοφία είναι νεκρή. Η φράση αυτή βέβαια είναι υπερβολική και πιθανόν ο Ψελλός να ήθελε να τονίσει τη δική του συμβολή («φιλοσοφώ μονάχος σε καιρούς αφιλοσόφητους».)
(365) Και ο Σχολάριος είναι απογοητευμένος γιατί στην Πόλη του 15ου αι. ελάχιστοι άνθρωποι υπάρχουν που να μπορούν να ακολουθήσουν μαθήματα φιλοσοφίας. Σε διάφορα κείμενα υπάρχει το παράπονο της έλλειψης ικανών δασκάλων της Λογικής.
Σύμφωνα με τους πρώτους πατέρες και τους μετέπειτα Βυζ. αληθινή φιλοσοφία είναι η καθ’ ημάς φιλοσοφία, δηλαδή η ασκητική βιοθεωρία και ο μοναχισμός, ενώ η έξω φιλοσοφία, η θύραθεν, είναι ψευδής. Δε γίνεται να φιλοσοφείς χωρίς το Χριστό για αυτό και έσφαλλαν Έλληνες και Ιουδαίοι (Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος). Ο φιλόσοφος που ασκεί την ψυχή και απονευρώνει το σώμα, έχει μόνη του φροντίδα την απαλλαγή από τις πρόσκαιρες απολαύσεις. Έτσι, - κατά το Φώτιο – φτάνει στην άκρα φιλοσοφία που έχει προνόμιο το θάνατο, με την έννοια της απονέκρωσης των παθών.
Ο Ψελλός αποκαλεί φιλοσόφους εκείνους που περιφρόνησαν τον κόσμο και εντρύφησαν σε πράγματα που δεν είναι του κόσμου τούτου.

Οι Κλασικοί Ορισμοί και οι Διαιρέσεις της Φιλοσοφίας Στα κείμενα πολλών βυζ. φιλοσόφων συναντάμε πολλούς ορισμούς της φιλοσοφίας με κυριότερους έξι, που είχαν συστηματοποιηθεί από αριστοτελικούς και υιοθετήθηκαν από τους πατέρες. Οι ορισμοί αυτοί ανάγονται στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.

Οι Έξι Ορισμοί της Φιλοσοφίας

1.Η Φιλοσοφία είναι η γνώση των όντων ως όντων : ξεκινά από το καθόλου αντικείμενό της και ανάγεται στον Πυθαγόρα, αν και στην πραγματικότητα, στον Αριστοτέλη. Η γνώση είναι καθολική γνώση. Η φιλοσοφία ασχολείται με τα πάντα και είναι η γνώση όλων των όντων.
2.Φιλοσοφία είναι η γνώση των θεϊκών και ανθρώπινων πραγμάτων : ξεκινά από το μερικό αντικείμενο και ανάγεται στον Πυθαγόρα και τους Στωικούς. Η φιλοσοφία ασχολείται και με τα δύο εξίσου. Δεν περιφρονεί τα θεϊκά για τα ανθρώπινα, ενώ (366) δεν παραβλέπει τα ανθρώπινα για τα θεϊκά. Μαθητεύει στα θεία και τελειοποιεί τα ανθρώπινα.
3.Φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου : έτσι την ορίζει ο Πλάτων, στο Φαίδωνα. Λέγοντας θάνατος, εννοούμε την απονέκρωση των παθών.
4.Ομοίωση προς το θεό, όσο αυτό είναι δυνατόν στον άνθρωπο : Πλάτων. Ο τέλειος φιλόσοφος είναι όμοιος προς το θεό ως προς την αγαθότητα, τη γνώση και τη δύναμη.
5.Η τέχνη των τεχνών και η επιστήμη των επιστημών : Αριστοτέλης. Η φιλοσοφία προσφέρει τις αιτίες σε όλες τις τέχνες γιατί γνωρίζει τις θεμελιώδεις αρχές των πραγμάτων.
6.Φιλοσοφία είναι η φιλία της σοφίας : Πρωταγόρας. Ετυμολογικός ορισμός.
Οι βυζ. δεν προσέθεσαν κάτι στη διαίρεση της φιλοσοφίας. Το θεωρητικό μέρος αφορά τη γνώση, περιλαμβάνει τη φυσική, τα μαθηματικά και τη θεολογία. Το πρακτικό μέρος αφορά τις αρετές και περιλαμβάνει την ατομική ηθική, την ηθική του οίκου (οικονομία) και την πολιτική.
Βλέπουμε πως δίνεται έμφαση στο γνωσιοθεωρητικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Ο φιλόσοφος πρέπει να είναι φιλομαθής, πολυμαθής και ευρυμαθής στην προσπάθειά του να αποκτήσει παντοδαπές γνώσεις σε όλους τους τομείς του επιστητού. Φιλόσοφος άρα, είναι αυτός που αφιερώνει τη ζωή του στην έρευνα, ο σοφός.
Αν η φιλοσοφία έχει γνωστικό περιεχόμενο, η προοπτική της είναι ανθρωπολογική. Η καθολική γνώση του αντικειμένου της οδηγεί το υποκείμενό της σε μια ανώτερη κατάσταση, που μοιάζει με τη θεϊκή. Η σχέση θεωρίας και πράξης είναι σχετική με το διττό σκοπό της φιλοσοφίας : να κοσμήσει τις ψυχές και τα σώματα και να μεταφέρει την ψυχή από την υλική ζωή στα θεϊκά και άυλα.
Η επίτευξη του ήθους σε συνδυασμό με την αληθινή γνώση του όντος έχει να κάνει με τη φιλοσοφική διαίρεση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής.
Η ανωτερότητα της φιλοσοφίας έναντι των άλλων επιστημών (367) και η υπεροχή του θεωρητικού βίου δημιουργούν το ερώτημα για τη σχέση της με τη θεολογία σε μια κοινωνία που το θρησκευτικό στοιχείο κυριαρχεί παντού.

Φιλοσοφία και Θεολογία – Η Θεωρητική Αυτονομία της Φιλοσοφίας
Η θεολογία στο Βυζ. δε διαμόρφωσε ιδιαίτερη και αυστηρή μέθοδο για τη διερεύνηση προβλημάτων, τη διατύπωση των αρχών ή την υπεράσπιση των δογμάτων της. Χρησιμοποιούσε το λόγο και την αριστοτελική λογική με επιφύλαξη τόσο στη χριστολογία, όσο και στην εικονολογία, την ίδια στιγμή που επέμενε στην αυθεντία της Αγίας Γραφής και των πατέρων. Άρα, η θεολογία δεν έγινε όπως στη δύση, επιστήμη, και δε χρειαζόταν να μεταχειριστεί και να υποτάξει τη φιλοσοφία ως ένα είδος θεραπαινίδας. Ήταν όμως ξεκάθαρη η αδυναμία της θεολογίας να επιδιώξει και να επιτύχει μια σύνθεση. Έτσι, η φιλοσοφία αυτονομήθηκε θεωρητικά, έλειπε όμως ο διάλογος ανάμεσα σε αυτά τα δύο.
Υπήρξαν κατηγορίες και διώξεις εναντίον φιλοσόφων. Αν και οι αιτίες είναι πιο πεζές, όπως προσωπικές και οικονομικές αντιζηλίες, ενώ οι κατηγορίες ανυπόστατες, έχει ενδιαφέρον να δούμε πως το θέμα του ελληνισμού ή της φιλοσοφίας ως πηγή αιρέσεων επανέρχεται κατά τη διάρκεια του ησυχασμού. Την ίδια στιγμή, ο ελληνισμός αποχρωματίζεται και αρχίζει να δηλώνει το ελληνικό γένος.
Από το φόβο τέτοιων κατηγοριών, διάφοροι φιλόσοφοι καταφέρονται εναντίον της αρχαίας φιλοσοφίας, προκειμένου να προφυλαχθούν.

Φιλοσοφία και Εκπαίδευση – Η Πρακτική Αυτονομία της Φιλοσοφίας Τα βυζ. εκπαιδευτικά ιδρύματα  είχαν ξεκινήσει στην Κωνσταντινούπολη και μόνο προς το τέλος αναπτύχθηκαν σε άλλα κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη και ο Μυστράς. Ήταν ιδιωτικά κι ο βασικός τους σκοπός δεν ήταν γενικά η μόρφωση, αλλά η προετοιμασία στελεχών δημόσιας διοίκησης. Την επίβλεψη (368) και την προστασία τους είχε ο αυτοκράτορας που μπορεί να ίδρυε μια σχολή, αλλά μέχρι εκεί. Οι σχολές αυτές δεν ήταν κατ’ ανάγκην εκκλησιαστικές, παρά τη σχέση τους με το πατριαρχείο. Στο Βυζ. η εκκλησία προσαρμόστηκε στην εκπαίδευση. Άλλωστε, η θεολογία δε θεωρούνταν επιστήμη οπότε δε διδασκόταν.
Ο Λέων ο Μαθηματικός δίδαξε φιλοσοφία στη σχολή της Μαγναύρας. Τον 11ο αι. στο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Πόλης εισήχθησαν φιλοσοφικά κείμενα με έμφαση στον Πλάτωνα και τους Νεοπλατωνικούς. Οι δάσκαλοι φιλοσοφίας είχαν σχετική ελευθερία, ενώ συχνά ήταν μοναχοί, για να προστατεύονται από τυχόν κατηγορίες. Δεν είχαν όμως θεσμική κατοχύρωση κι εξαρτιόταν από εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες. Η σχέση τους διασφαλιζόταν από το χαρακτήρα τους και την ικανότητα να χειρίζονται καταστάσεις, προκειμένου να συνεχίσουν να διδάσκουν φιλοσοφία.
Το φιλοσοφικό πρόγραμμα ήταν ανάλογο της φιλοσοφικής διαίρεσης. Ξεκινούσε από τη λογική και την ηθική, συνέχιζε με τη φυσική και τα μαθηματικά για να καταλήξει στη μεταφυσική. Η ταυτότητα είναι νεοπλατωνική και το υπόβαθρο αριστοτελικό. Παράλληλα διδασκόταν η τετρακτύς (αριθμητική, γεωμετρία, μουσική/αρμονική, αστρονομία) από τα ίδια πρόσωπα (ενοποίηση).
Η διδασκαλία της φιλοσοφίας είχε όρια σύμφωνα με τον Ιωάννη Ιταλό. Τα ελληνικά μαθήματα διδάσκονται μόνον για μόρφωση και οι περιττές τους γνώμες δε θεωρούνται αληθινές, καθώς θίγουν τα δόγματα. Λίγο νωρίτερα, ο Ψελλός δικαιολογούσε τη διδασκαλία ως απαραίτητο υπόβαθρο του χριστιανισμού.
Βάση της διδασκαλίας αποτελούσαν η λογική, η φυσική και η ρητορική. Η κυριαρχία της ρητορικής ήταν αναμενόμενη, γιατί αποτελούσε έκφραση του βυζ. πνεύματος και είχε στενή σχέση με τη φιλοσοφία.

Είδη της Φιλοσοφικής Πραγματείας (369) -Επιτομές και Εγχειρίδια: συντάγματα που συνόψιζαν την αριστοτελική φιλοσοφία, τη λογική ή τη φυσική και είχαν εκπαιδευτικό σκοπό. Ταξινομούσαν, αποσαφήνιζαν και απλούστευαν .
-Υπομνήματα: σχολιασμός των σημαντικών αρχαίων κειμένων, κυρίως των αριστοτελικών. Οι Εξηγηταί, παρέθεταν το χωρίο από το κείμενο (λήμμα) και επισύναπταν την ερμηνεία τους εξηγώντας το περιεχόμενο του χωρίου. Στις παραφράσεις το κείμενο είναι ενιαίο, απλοποιεί και καμιά φορά ξεφεύγει από το έργο. Ο όγκος των υπομνημάτων, η προσήλωσή τους στο κείμενο και η διδακτική τους χρήση, τα καθιστούν στην ουσία συμπιλήματα, συρραφές και συντμήσεις παλαιότερων, με λίγες νέες προσθήκες. Κυκλοφορούσαν στους λόγιους κύκλους και αντιγράφονταν.
-Αντιρρητικά έργα: (370) έργα πολεμικού – αντιρρητικού χαρακτήρα, προσφιλή στην βυζαντινή γραμματεία.
-Μικρά έργα: ελεύθερες πραγματείες με τεράστια ποικιλία θεμάτων που λύνουν διάφορες απορίες. Περιείχαν αυτούσια ή παραφρασμένα αποσπάσματα προγενέστερων κειμένων, κυρίως Νεοπλατωνικών. Μοιάζουν με προσωπικές σημειώσεις ανάγνωσης ή διδακτικό υλικό. Η μορφή είναι αυτή της συνεχούς ανάπτυξης των θεμάτων σε κεφάλαια. Υπάρχουν λίγα διαλογικά κείμενα κι ακόμα λιγότερα με ερωταποκρίσεις. Προσφιλής είναι και η επιστολιμαία μορφή.

7.2.4. Οι Βασικές Θεματικές της Βυζαντινής Φιλοσοφίας
Λογική
Υπάρχει θέμα για το αν η Λογική αποτελεί μέρος ή όργανο της φιλοσοφίας. Στο Βυζάντιο κατείχε ιδιαίτερη θέση στο εκπαιδευτικό (371) πρόγραμμα και την πρώτη σε γενικά φιλοσοφικά συγγράμματα. Θεωρήθηκε χρήσιμη για τη θεολογία, άρα ουδέτερη. Σύμφωνα με το Σχολάριο η Λογική συμβάλλει στην κατάκτηση των άλλων επιστημών. Οι βυζ. αποδέχονται την αυθεντία του Αριστοτέλη, περιορίζονταν όμως στο Κατηγορίαι, Περί Ερμηνείας και τον Πορφύριο.
Άρα, η Λογική που δίδασκαν τον 7ο αι. ήταν στοιχειώδης. Ορισμοί εννοιών, οι πέντε φωνές (γένος, είδος, ίδιον, διαφορά, συμβεβηκός) και οι δέκα αριστοτελικές κατηγορίες. Ανάκαμψη έχουμε από τον 11ο αι. Η προσέγγιση της Λογικής από τους β. ήταν φιλολογική. Επομένως, η αριστοτελική λογική δεν αναπτύχθηκε. Πάντως, το ενδιαφέρον για αυτήν δε μετριάστηκε, μάλιστα το τελευταίο ανάλογο κείμενο, αντιγράφηκε την ημέρα της Άλωσης.

Μεταφυσική
Οι βυζ. φιλόσοφοι και θεολόγοι μιλούν διαρκώς για το θεό, το όν (372) και περί αρχών και αιτίων. Πάντως δε μπορούμε να μιλάμε για βυζαντινή μεταφυσική με την έννοια των νεώτερων χρόνων. Υπάρχει στη β. σκέψη η διάκριση υπερβατικού και εμμένειας, που αποτελεί και το θεμέλιό της. Όμως, λείπει η ορθολογιστική προσέγγιση, η αποδεικτική σύλληψη του υπερβατικού, η οποία τελικά αποδεικνύει περισσότερο το νου και την ικανότητα να το συλλαμβάνει και να το εκφράζει έλλογα κι όχι τόσο το υπέρτατο είναι ή ον. Η β. φιλοσοφία αποφεύγει την ανάμειξη λόγου και πίστης και υιοθετεί έναν μετριοπαθή φιντεϊσμό, την αντίληψη δηλαδή πως ο λόγος παίζει κάποιο ρόλο στην αναζήτηση, την κατανόηση και την εξήγηση της αλήθειας, αλλά η πίστη είναι βασικότερος παράγοντας. Έτσι, επιτυγχάνονται τα εξής: Μετριάζεται ο σκεπτικισμός, ο λόγος αποκτά ελεγχόμενη ανεξαρτησία και υπονομεύεται η οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου συστήματος.

Ο Θεός
Η ύπαρξή του είναι η θεμελιώδης παραδοχή της β. φιλοσοφίας. Για τους πιστούς η αλήθεια αυτή είναι αυτονόητη, οι υπόλοιποι μπορούν να πεισθούν από το λόγο, με επιχειρήματα από τον Αριστοτέλη, τους Στωικούς και μερικούς πατέρες.
1. Κοσμολογικό επιχείρημα: είναι εμπειρικό δεδομένο πως υπάρχει κίνηση, τοπική και ποιοτική μεταβολή. Άρα, υπάρχει ένα πρώτο ακίνητο κινούμενο, μια δημιουργική αιτία των πάντων.
2. Τελολογικό επιχείρημα: Υπάρχει τάξη και σχέδιο στον κόσμο, άρα υπάρχει και σχεδιαστής.
3. Της κοινής Συναίνεσης: η γνώση που έχουν εκ φυσικού οι άνθρωποι πως υπάρχει θεός.
Βέβαια, η ύπαρξη του θεού δε συνεπάγεται τη γνώση του. Οι βυζ. ακολουθούν την πατερική θέση: ο άνθρωπος δε μπορεί να γνωρίσει τι είναι ο θεός, την ουσία του. Γνωρίζει τα σχετικά με το θεό ή τις ενέργειές του, με τις οποίες έρχεται σε επαφή με τον κόσμο. Η διάκριση αυτή φαίνεται να υπονομεύει το χαρακτηριστικό της απλότητας του θεού, τον φέρνει όμως στον κόσμο, χωρίς να θυσιάζει την υπερβατικότητά του.
Α) με καταφατικό τρόπο. (373) Διακρίνουμε το είναι του θεού από το είναι του κόσμου και αποδίδοντάς του μια σειρά κατηγορήματα: πανάγαθος, παντογνώστης κλπ.
Β) με αποφατικό τρόπο : δε βάζουμε το θεό μέσα στα όντα και αρνούμαστε κάθε κατηγόρημα, συνολικό ή επιμέρους «Ο θεός είναι μη-χ (αγέννητος, ανώνυμος) ή «ο θεός δεν είναι (επέκεινα όντος και ουσίας). Μπορούμε επίσης να καταφύγουμε σε μυστικό ή ποιητικό λόγο.
Αυτή η πατερική αντίληψη αφήνει μικρά περιθώρια για χρήση του λόγου σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με το θεό καθαυτόν ή με τις σχέσεις των τριών υποστάσεών του. Η συμπλοκή της λογικής με τη μεταφυσική φαίνεται στο ερώτημα αν είναι δυνατή η εφαρμογή των λογικών, αριστοτελικών κατηγοριών στο επίπεδο του θείου, όπου η μια θεϊκή ουσία / φύση, αντιστοιχεί αλλά δε μοιράζεται σε τρεις υποστάσεις και οι δύο φύσεις (θεϊκή και ανθρώπινη) ενώνονται σε μια υπόσταση/πρόσωπο (χριστολογία). Όταν λοιπόν ο Ψελλός έλεγε πως η χρήση συλλογισμών δεν είναι αντίθετη προς το εκκλησιαστικό δόγμα ούτε ξένη προς τη φιλοσοφία, εξέφραζε μια πεποίθηση που δεν ήταν απόλυτα αποδεκτή.

Β) Ον, Ουσία και Γενικές έννοιες
Η προτεραιότητα δίνεται στην ύπαρξη, στην πρώτη αριστοτελική ουσία, χωρίς η έμφαση του μερικού να οδηγήσει σε νομιναλισμό, την αντίληψη δηλαδή πως αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι το ατομικό, ενώ οι αφηρημένες έννοιες είναι απλά ονόματα που υπάρχουν στο νου και αναφέρονται στα πράγματα. Ο Πορφύριος έθεσε τρία αναπάντητα ερωτήματα:
- οι έννοιες που χρησιμοποιούμε είναι υπαρκτές ουσίες ή υπάρχουν μόνο στο νου μας;
- οι έννοιες που χρησιμοποιούμε είναι σώματα ή όχι;
- οι έννοιες που χρησιμοποιούμε υπάρχουν χωριστά από τα αισθητά ή υπάρχουν μόνον σε αυτά;
Οι β. επιχείρησαν να τα απαντήσουν με σοβαρότητα, χωρίς όμως διαμάχες όπως έγινε στη Δύση. Για τους β. οι γενικές έννοιες, τα καθόλου, δεν είναι αυθύπαρκτες οντότητες προ των πολλών (πριν από τα αισθητά) γιατί τότε θα ήταν τα αρχέτυπα του δημιουργού (374). Η πλατωνική θεωρία των ιδεών τροποποιείται έτσι ώστε οι ιδέες να είναι απλά εννοήματα (θελήματα) στο νου του θεού. Δε θεωρούνται εν τοις πολλοίς (έννοιες αχώριστες από τα αισθητά αντικείμενα).
Η β. φιλοσοφία υιοθέτησε έναν μετριοπαθή, εννοιολογικό ρεαλισμό. Οι γενικές έννοιες, τα γένη και τα είδη είναι επί τοις πολλοίς, υπάρχουν στον ανθρώπινο νου ως προϊόν αφαιρετικής διαδικασίας με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά των μερικών, δεν είναι όμως απλά ονόματα.

Κοσμολογία Αντίθετα από τις παραδοχές της αρχαίας φιλοσοφίας, οι βυζ. υιοθέτησαν την πατερική ερμηνεία.
-ο θεός είναι αιτία των πάντων, κάθε πραγματικότητας. Υπάρχει απόλυτη οντολογική διάκριση ακτίστου/αγέννητου θεού και κτιστού/γενητού κόσμου.
-αφού ο θεός ταυτίζεται με το είναι, ό,τι προέρχεται έξω από αυτόν προέρχεται από το μηδέν
-αφού ο θεός δημιούργησε τα πάντα έξω από αυτόν, δεν τα δημιούργησε με βάση κάτι έξω από αυτόν, άρα δεν είχε ανάγκη από αυθύπαρκτες ιδέες ή είδη, τα οποία θα λειτουργούσαν ως πρότυπα και θα έθεταν περιορισμούς.
-Οι λόγοι των όντων, τα αρχέτυπα από όπου δημιουργήθηκε ο κόσμος, είναι εννοήματα του θεού, ιδέες στο νου του.
-(375) η δημιουργία του κόσμου είναι ελεύθερη πράξη, αποτέλεσμα της βούλησης και της αγαθότητας του θεού. Άρα ο θεός, όχι μόνο δεν είναι αναγκασμένος να παράγει κάτι, αλλά θα μπορούσε να παράγει κάτι άλλο ή και τίποτα.
-Αν ο θεός δεν είναι αναγκαστικά δημιουργός, τότε ο κόσμος δεν υπάρχει αναγκαστικά, άρα είναι ενδεχόμενος και τυχαίος.
-Ένας τέτοιος κόσμος είναι πεπερασμένος και εντάσσεται στο χρόνο. Έχει αρχή και τέλος που είναι η επιστροφή στο μηδέν. Η ύλη υπάρχει, όχι όμως ως αιώνιο και αναλλοίωτο υπόβαθρο των όντων. Ο χρόνος και η ιστορία ακολουθούν μια ευθύγραμμη πορεία προς το τέλος.
-Ο τρόπος παραγωγής του κόσμου, συνεπάγεται τη διαρκή, υπαρκτική του εκκρεμότητα και την οντολογική του εξάρτηση από το δημιουργό κάθε στιγμή.
-Η ανάγκη μιας συνεχούς δημιουργίας για τη διατήρηση και συνοχή του κόσμου ικανοποιείται από τη θεϊκή νομοτέλεια και τη θεία πρόνοια.
Η φυσική ανάγεται στη μεταφυσική και δίνει βαρύτητα στην τελική αιτία των πραγμάτων. Η έρευνα των όντων δεν είναι τόσο σημαντική σε ένα τελολογικό ερμηνευτικό πρότυπο, αφού ο δημιουργός τα έκανε έτσι.
Στη φυσική επιστήμη κυριαρχεί ο Αριστοτέλης, η κίνηση αποδίδεται στο πρώτο κινούν ακίνητο και διακρίνεται η υποσελήνια (φυσική) και υπερσελήνια (υπερφυσική) σφαίρα.

Ανθρωπολογία
Α) Ψυχή και σώμα, η θέωση του ανθρώπου
Το παραδοσιακό πρόβλημα ψυχής και σώματος τέθηκε σε νέες βάσεις λόγω αναστάσεως. Η προΰπαρξη (376) ψυχών και η μετεμψύχωση απορρίφθηκαν και φαίνεται μια ανατίμηση της ύλης, άρα και του σώματος. Παρόλα αυτά, η ψυχή έχει την πρωτοκαθεδρία. Είναι αθάνατη, χάρη όμως στο θεό ανήκει σε συγκεκριμένο σώμα.
Η διδασκαλία της δημιουργίας κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, εντοπίζει το κατ’ εικόνα στην ψυχή και στο νου, στο αυτεξούσιο και το αρχικό, την εξουσία στα γήινα. Η αρετές και η μίμηση του προτύπου, οδηγεί στην ευδαιμονία και την ομοίωση με το θεό. Η ορολογία είναι νεοπλατωνική και στωική, εγγράφεται όμως στη χριστιανική παράδοση. Οι βυζ. μιλούν για την απάθεια και την αλλοίωση των αισθήσεων, το μετριασμό των παθών και την κάθαρση της ψυχής, ως προϋποθέσεις για την ανύψωση στο νοητό κόσμο. Πρόκειται για βίωση της ελλάμψεως, όπου σταματά κάθε νόηση. Δεν έχει να κάνει με την απώλεια του εγώ στο άπειρο είναι, αλλά για τη θέαση του θεού και τη θέωση του ανθρώπου μέσα από μια σχέση στηριγμένη στο θείο έρωτα.

Β) Ελευθερία και αναγκαιότητα Το να αποδεχτούμε πως ο κόσμος είναι τυχαίος, θα είχε δραματικές συνέπειες, χρησιμοποιούμε όμως ως αντίβαρο την θεϊκή παντοδυναμία και αγαθότητα. Πως όμως συμβιβάζονται αυτές οι ιδιότητες με την ύπαρξη του κακού και την ελευθερία του ανθρώπου;

Το πρόβλημα του κακού : αφού ο θεός είναι αγαθός τότε και ο κόσμος που δημιούργησε είναι αγαθός. Πως τότε εξηγείται η παρουσία του κακού και ποια είναι η αιτία του; Όχι ο θεός, ούτε η ύλη που δημιούργησε. Το κακό, με μια νεοπλατωνική ερμηνεία αποδεκτή από τους πατέρες, είναι μη ον, στέρηση δηλαδή του αγαθού. Μια συχνή λύση είναι η σκοπιμότητα του κακού, ο θεός το επιτρέπει για εκπαιδευτικούς λόγους. Μια άλλη, είναι ο εντοπισμός του κακού στον άνθρωπο και η επίκληση του αυτεξούσιου. Η ύπαρξη του κακού, αποδεικνύει την ελεύθερη βούληση και μια από τις χρήσεις της. Κάποιος που είναι πάντα καλός λόγω θεϊκής παρέμβασης, δεν είναι ελεύθερος και η ελευθερία, παρά τους κινδύνους, είναι προτιμότερη και αντάξια του ανθρώπου.

Η ελεύθερη βούληση (αυτεξούσιον) : εφόσον υπάρχει η πρόγνωσις (ο θεός γνωρίζει και προβλέπει τις ανθρώπινες πράξεις) μήπως αυτές είναι προκαθορισμένες (προορισμός) και άρα, όχι ελεύθερες;  Με στόχο την κατάφαση στην ανθρώπινη ελευθερία και την άρνηση της μοιρολατρίας, οι πολέμιοι του προκαθορισμού πιστεύουν πως η αρχή (377) αυτή πλησιάζει την αρχαία έννοια της ειμαρμένης και δεν την αποδέχονται ως χριστιανική. Ο Πλήθων είναι αυτός που επανεισάγει μια αυστηρή κοσμική αιτιοκρατία. Όμως, και οι υπέρμαχοι του προκαθορισμού πιστεύουν πως η εκδήλωση της θεϊκής πρόνοιας δεν ακυρώνει την ελευθερία και την προαίρεση. Ο θεός γνωρίζει τα πάντα, δεν είναι όμως και η αιτία τους. Ο άνθρωπος δε μπορεί να παρέμβει στα ουκ εφ ημίν, στα αναγκαία πράγματα και την κοσμική τάξη, όμως, τα εφ’ ημίν, η έλλογη πράξη, οι διαθέσεις και οι αποφάσεις είναι δική του δουλειά. Η εμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια δεν αποκλείει την ηθική ευθύνη του ανθρώπου, επειδή συνδυάζεται με την αποδοχή της ελεύθερης βούλησης.

7.2.5 Υπάρχει Βυζαντινή Φιλοσοφία;
Αν θεωρήσουμε πως η φιλοσοφία είναι αυτόνομη θεωρητική δραστηριότητα ή και ανεξάρτητη επιστήμη που στηρίζεται στην έλλογη γνώση, τότε δεν υπάρχει βυζ. φιλοοσοφία. Αν κρίνουμε σύμφωνα με τα δεδομένα της Ύστερης (378) Αρχαιότητας θα αντιληφθούμε πως μια σκέψη που περικλείει τη θεολογία ή την προϋποθέτει μπορεί άνετα να ονομαστεί φιλοσοφική. Επιπλέον αναγνωρίζουμε :
-το συστηματικό ενδιαφέρον για την αρχαία φιλοσοφία, την αντιγραφή και ανάγνωση αρχαίων κειμένων, την εκπαιδευτική τους χρήση, τη συγγραφή εγχειριδίων και υπομνημάτων, όπως και κριτικής.
-τη διερεύνηση και συζήτηση με θεολογικά ή φιλοσοφικά κίνητρα, προβλημάτων που καθορίζονται άμεσα ή έμμεσα από την πίστη.
Η Βυζ. φιλοσοφία δεν ταυτίζεται μόνο με τη θεολογία ή τη φιλοσοφική διδασκαλία, προχωρεί παράλληλα. Η έλλειψη συγκροτημένης φιλοσοφικής κοινότητας δεν επέτρεψε την αυτονομία της φιλοσοφίας. Όμως οι λόγιοι παρουσίασαν μεθοδικά τα κείμενα δίνοντας διδακτικό προσανατολισμό περισσότερο, παρά διερευνητικό χαρακτήρα.
Η ένταση μεταξύ χριστιανισμού και εθνικής φιλοσοφίας, διατηρήθηκε καθ’όλη την πορεία του Βυζαντίου, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες συμφιλίωσης. Δε μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι καλύτερο σε ένα θεοκεντρικό κράτος. Έτσι, η χρησιμότητα της φιλοσοφίας, ο λόγος και η διαλεκτική αμφισβητήθηκαν για να μην πληγεί η μοναδική αλήθεια που έχει ως πηγή τον ένα θεό.

 (ollthatjazz)

Δεν υπάρχουν σχόλια: